Τυρρηνικοί

Τυρρηνικοί
Τυρρηνικός
Tyrrhenian
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τυρρηνικός — ή, ό / τυρρηνικός, ή, όν, ΝΜΑ, και τυρσηνικός Α [Τυρρηνός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Τυρρηνούς ή στην Τυρρηνία νεοελλ. φρ. α) «Τυρρηνική Θάλασσα» τμήμα τής δυτικής Μεσογείου που βρίσκεται μεταξύ τής Κορσικής, τής Σαρδηνίας και τής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”